Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(χρόνος θεὸς

  • 1 ευμαρης

        2
        [арх. μάρη = χείρ См. χειρ]
        1) легкий, легко достающийся
        

    (χείρωμα, ἀπαλλαγή Aesch.)

        εὐμαρές (sc. ἐστι) Pind., Eur., Arst. или ἐν εὐμαρεῖ (sc. ἐστι) Eur. — легко, нетрудно

        2) которому все легко достается, т.е. всемогущий
        

    (χρόνος θεὸς εὐ. Soph.)

    Древнегреческо-русский словарь > ευμαρης

  • 2 παίρνω

    (αόρ. (ε)πήρα, παθ. αόρ. (ε)πάρθηκα) 1. μετ.
    1) брать (в руки); 2) принимать (лекарство); 3) получать (письмо, диплом, приказание и т. п.); 4) получать, зарабатывать; 5) брать, захватывать (город, крепость, территорию);

    παίρν με έφοδο — брать штурмом;

    6) брать, захватывать с собой, забирать; уносить (тж. ветром, волнами); увозить;
    ο αέρας πήρε το καπέλλο ветер унёс шляпу; 7) унести, утащить, стащить; 8) брать (в жёны, в мужья); выходить замуж; жениться; πήρε αξιωματικό она вышла замуж за офицера; 9) брать на себя; принимать (обязанности и т. п.); 10) схватить, поймать (болезнь); πήρα πλευρίτη схватил плеврит; 11) вмещать (о сосуде, помещении и т. п.); 12) следовать, идти (за кем-л.);

    παίρν από κοντά ( — или από πίσω — или στο κατόπι) — а) идти следом, следовать (за кем-л.); — б) преследовать;

    παίρνω τό μέρος κάποιου — а) быть чьйм-л. последователем; — б) принимать чью-л. сторону;

    13) покупать;
    14) брать, нанимать (рабочую силу); 15) понимать; воспринимать;

    τό παίρνω ανάποδα — понимать неправильно, понимать наоборот;

    τα παιδιά δεν τα παίρνουν τα γράμματα — дети плохо учатся;

    παίρν στα σοβαρά — принимать всерьёз;

    16) принимать (за кого-что-л.);

    παίρν γιά κάποιον — принимать за кого-л.;

    17) застигать, заставать;
    μας πήρε η νύχτα... ночь нас застала...;

    § παίρνω τα μάτια μου — уходить куда глаза глядят;

    παίρνω αέρα — а) пропускать воздух; — б) наглеть, зазнаваться;

    παίρνουν τα μυαλά μοβ αέρα — или τό παίρνω επάνω μου — зазна-

    ваться;

    παίρνω μυρωδιά — или παίρν είδηση — или παίρν χαμπάρι — догадываться; — узнавать; — замечать, παίρνω μυρωδιά κάποιον — или κάτι — увидеть, заметить кого-что-л., παίρνω κουράγιο — ободриться; — воспрянуть духом;

    τό παίρν κατάκαρδα — принимать что-л, близко к сердцу;

    με πήραν τα αίματα обливаться кровью;

    παίρνω τον κατήφορο — или παίρνω την κάτω βόλτα — ухудшаться, идти к упадку, катиться по наклонной плоскости;

    τό πήρε στα μπόσικα проявлять халатность, относиться халатно;

    παίρνω στο μεζέ — насмехаться, издеваться над кем-л.;

    παίρνω τό τραμ — сесть в трамвай;

    παίρνω ταξί — взять такси;

    παίρνω τη βόλτα μου — совершать прогулку;

    παίρνω λόγια — собирать и распространять слухи;

    παίρνω με καλό (κακό) μάτι κάποιον — быть расположенным (нерасположенным) к кому-л.;

    παίρνω τα μέτρα μου — принимать меры;

    παίρνω στο λαιμό μου κάποιον — становиться причиной неприятностей для кого-л.;

    παίρνω δρόμο — а) отправляться в дорогу; — б) быть выгнанным, уходить;

    παίρνω καλό δρόμο — а) идти по правильному пути; — б) преуспевать, παίρνω άσχημο δρόμο — становиться на плохой путь, испортиться, παίρνω πόδι — а) отправляться восвояси; — б) устраняться; — в) увольняться;

    παίρνω φωτιά — а) начинать гореть, воспламеняться; — б) перен. вспыхивать, горячиться; — заводиться (разг);

    παίρν τα μυαλά κάποιου — вскружить кому-л. голову; — очаровывать; — сводить с ума;

    παίρνω ανάσα — получить передышку;

    τούς επήρα όλους я всех обыграл;
    τον πήρε το μάτι μου я его заметил; τον πήραν μέσα его забрали, его посадили в тюрьму; με παίρνει το παράπονο слёзы подступают к горлу, мне хочется плакать; τον πήρε ο χάρος (или ο θεός) он умер; με πήρε ο διάβολος я разорён, я пропал; μας πήρε τ' αυτιά он надоел нам, он прожужжал нам все уши; μου πήρε το κεφάλι он заморочил мне голову; τον πήρε η ρόδα он попал под колёса;

    με παίρνει ο ΰπνος — я засыпаю;

    δεν μας παίρνει ο χρόνος — времени не хватает, некогда;

    όσο παίρνει το μάτι — насколько можно охватить глазом;

    πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο один хуже другого;
    (πού) να σε πάρβι ο διά(β)ολος а) чтоб тебя чёрт побрал; б) чёрт с тобой; πάρε τη βόλτα! вон отсюда, уходи!; 2. αμετ. 1) начинаться; наступать; πήρε βροχή начался дождь; πήρε η νύχτα наступила ночь; 2) να или καί) начинать; παίρνει να (или καί) ξυνίζει το κρασί вино начинает киснуть; παίρνει να (или καί) βραδυάζει начинает темнеть; 3) από) понимать; δεν παίρνει από λόγια (αστεία) он не понимает слов (шуток); § πάρε-δώσε общие с кем-л. делишки; связи, дружба; δε μού αρέσει αυτό το παρε-δώσε με τον А. мне не нравится твоя дружба с А.;

    παίρνει και δίνει — что-л, в полном разгаре;

    παίρνει και δίνει ο χορός — бал, танцы в разгаре;

    παίρνω καί δίνω — а) обладать неограниченной властью; — б) чинить произвол;

    παίρνω απάνω μου — поправляться;

    είναι καλός (εξυπνος) όσο παίρνει — лучше (умнее) его быть невозможно, лучше (умнее) не бывает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παίρνω

См. также в других словарях:

  • Χρόνος γὰρ εὐμαρὴς θεός. — См. Перемелется все мука будет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»